- βαρυπειθής
- βαρυπειθής (-οῡς), -ές (Μ)ο δύσπιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -πειθής < πείθω (πρβλ. απειθής, δυσπειθής, ευπειθής κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek